κρατημός

κρατημός
ο (Μ κρατημός)
συγκράτηση, συγκρατημός, κράτημα
μσν.
παράλυση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κρατη- (πρβλ. -κράτησα, αόρ. τού κρατῶ) + -μός (πρβλ. κουβαλ-ημός, στερ-ημός].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κρατημός — ο κράτημα, πιάσιμο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κρατημάρα — η (Μ κρατημάρα) [κρατημός] παράλυση νεοελλ. παροιμ. «με το στόμα μπάρδα μπάρδα, με τα χέρια κρατημάρα» μίλα όσο θέλεις, αλλά μη χειρονομείς …   Dictionary of Greek

  • κρατημοσύνη — κρατημοσύνη, ἡ (Μ) [κρατημός] εγκράτεια …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”